- ὁπλῑτοδρόμος
- ὁπλῑτο-δρόμος, in schwerer Waffenrüstung wettlaufend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπλιτοδρόμος — ὁπλιτοδρόμος, ον (Α) αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιο δρόμος] … Dictionary of Greek
ὁπλιτοδρόμος — running a race in armour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτοδρόμον — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem acc sg ὁπλιτοδρόμος running a race in armour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτοδρόμου — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτοδρόμῳ — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλιτοδρομία — ὁπλιτοδρομία, ἡ (Α) [οπλιτοδρόμος] αγώνας δρόμου οπλισμένων ανδρών, τον οποίο περιέλαβαν στα Ολύμπια το 520 περίπου π.Χ., αλλ. οπλίτης δρόμος … Dictionary of Greek
οπλιτοδρομώ — ὁπλιτοδρομῶ, έω (Α) [οπλιτοδρόμος] μετέχω σε αγώνα δρόμου φορώντας την πανοπλία μου, εκτελώ οπλίτοδρομία … Dictionary of Greek